- αιθριοκοιτώ
- αἰθριοκοιτῶ (-έω) (Α)κοιμάμαι στο ύπαιθρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἴθριος + κοῖτος, «κλίνη, ύπνος», πιθ. με τη μεσολάβηση επιθ. *aἰθριόκοιτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αίθριος — ια, ιο (Α αἴθριος, ία, ιον) 1. (για τον ουρανό και τον καιρό) καθαρός, ανέφελος, λαμπρός 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. λ. αίθριο, το αρχ. 1. αυτός που προκαλεί την αιθρία λέγεται για τους ανέμους και κυρίως για τον βοριά 2. ως επίθ. τού Διός 3. διάφανος … Dictionary of Greek